- περίπολις
- -όλεως, ἡ, Ααυτή που περιέρχεται τους δρόμους, πόρνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περίπολις — street walker fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλει — περίπολις street walker fem nom/voc/acc dual (attic epic) περιπόλεϊ , περίπολις street walker fem dat sg (epic) περίπολις street walker fem dat sg (attic ionic) περιπολέω go round pres imperat act 2nd sg (attic epic) περιπολέω go round pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπολίων — περίπολις street walker fem gen pl (epic doric ionic aeolic) περιπόλιον station for neut gen pl περιπόλιος lying rouna masc/fem/neut gen pl περιπολέω go round pres part act masc nom sg (doric) περιπολέω go round pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλεα — περίπολις street walker fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπόλησιν — περίπολις street walker fem dat pl (epic) περιπόλησις revolution fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek